οπερέτα

οπερέτα
θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του θεάματος. Είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί η γέννηση της o., αλλά οπωσδήποτε οι αρχές της ανάγονται στην εποχή που άρχισε η παρακμή της κωμικής όπερας. Υπάρχουν δύο είδη ο. Από τη μία μεριά είναι η γαλλική o., που ανέπτυξε ορισμένες χαρακτηριστικές όψεις του γαλλικού πνεύματος, αλλά σε επίπεδο χαριτωμένου παιχνιδίσματος: αισθηματικές καταστάσεις πονηρά τονισμένες από στοιχεία πιο πολύ πικάντικα, και οξύτατη σάτιρα εναντίον ορισμένων πολιτιστικών μορφών, τύπων μόδας κλπ. Οι καλύτεροι εκπρόσωποι αυτού του τύπου ο. υπήρξαν ο Φλοριμόν Ρονζέ (1825-1892), γνωστός με το ψευδώνυμο Ερβέ (συγγραφέας περίπου 100 έργων, μεταξύ των οποίων η διάσημη Μαμζέλ Νιτούς), ο Αλεξάντρ Σαρλ Λεκόκ (Η κόρη της μαντάμ Άνγκο) και, ιδίως, ο Όφφενμπαχ. Από την άλλη μεριά υπάρχει η βιεννέζικη o., που απόκτησε ιδιαίτερη σημασία στηριζόμενη σε διάφορα στοιχεία, μεταξύ των οποίων κυριαρχεί το ερωτικό, αλλά δοσμένο με κομψότητα, χιούμορ, αποδραματοποιημένο, φίνο και αισιόδοξο, σχεδιασμένο με τη χάρη και με την άνεση που ταιριάζει σε έναν μέγιστο μουσικό πολιτισμό. Αναφέρουμε μεταξύ άλλων τον Γιόχαν Στράους τον νεότερο (Η νυχτερίδα), τον Κάλμαν, τον Φραντς φον Σουπέ, τον Φραντς Λέχαρ, στον οποίο οφείλεται η πασίγνωστη Εύθυμη χήρα, και τον Όσκαρ Στράους. Ο κύκλος όμως της ο. μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πια κλείσει, παρά τις πιο πρόσφατες προσπάθειες ακόμα και διάσημων μουσικών (Λεονκαβάλο, Μασκάνι, Χόνεγκερ κ.ά.), και δεν ζει πια παρά σε καλές εκσυγχρονισμένες παραστάσεις. Καλύτερη τύχη όμως γνώρισε τον 20ό αι. η αγγλική μουσική κωμωδία και ιδίως η αμερικάνικη, η οποία χρησιμοποιεί στοιχεία της τζαζ και της λαϊκής μουσικής. Η ελληνική ο. Η ο. έγινε γνωστή στην Ελλάδα κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας από ξένους θιάσους. Η ανταπόκριση που βρήκε πολύ σύντομα στο κοινό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία ελληνικής o., που κινήθηκε και αναπτύχθηκε στο χώρο που είχε καλλιεργήσει το κωμειδύλλιο. Τον πρώτο θίασο ο. συγκρότησε το 1909 ο I. Παπαϊωάννου, αλλά η ακμή του είδους άρχισε στη δεκαετία 1910-1920, για να κυριαρχήσει, μαζί με την επιθεώρηση, στην ελληνική σκηνή επί περίπου 25 χρόνια. Πρώτοι συνέθεσαν ο. ο Διονύσιος Λαυράγκας (Άσπρη τρίχα, 1914, λιμπρέτο Ν. Λάσκαρη) και ο Σπύρος Σαμάρας (Πόλεμος εν πολέμω, 1914, λιμπρέτο Γ. Τσοκόπουλου-I. Δεληκατερίνη κ.ά.). Σε λίγο παρουσίασαν τις πρώτες τους ο. ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης (Στα παραπήγματα, 1915, Πικ-νικ) και Νίκος Χατζηαποστόλου (Μοντέρνα καμαριέρα, 1916). Οι δύο αυτοί συνθέτες έγραψαν πλήθος οπερέτες, μερικές από τις οποίες, όπως Ο Βαφτιστικός (1918) του Σακελλαρίδη, και Οι Απάχηδες των Αθηνών (1920) του Χατζηαποστόλου κυριολεκτικά κυριάρχησαν επί χρόνια και εξακολουθούν να παίζονται ακόμα. Με το έργο των συνθετών αυτών αλλά και άλλων που ακολούθησαν (Ιωσήφ Ριτσιάρδης, I. Βιτάλης, Μαστρακίνης κ.ά.) και με το ταλέντο πολλών ηθοποιών, που αφοσιώθηκαν σε αυτό το είδος, η ελληνική ο. κρατήθηκε στη ζωή περίπου έως το 1935, για να ακολουθήσει και αυτή τελικά την τύχη που είχε η ο. σε όλο τον κόσμο. Παράσταση της οπερέτας τον Φραντς Λέχαρ «Η χώρα του μειδιάματος» (Βιέννη, 1964). Η βιενέζικη οπερέτα, μια από τις δύο βασικές κατηγορίες του είδους (η άλλη είναι η γαλλική), λεπτή και αισιόδοξη στο αισθηματικό μέρος, στηρίζεται επίσης σε θεαματική γοητεία της. H ελληνική οπερέτα εμφανίστηκε στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της στη δεύτερη και κυριάρχησε στην ελληνική σκηνή επί είκοσι πέντε περίπου χρόνια. Στη φωτογραφία, μια εικόνα από παράσταση (1916) της οπερέτας του I. Παπαϊωάννου «Τιπ-τοπ». Παρτιτούρα της οπερέτας «Οι απάχηδες των Αθηνών» (φωτ. από την εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *
η
1. μουσικοθεατρικό έργο παρόμοιο σε δομή με την όπερα, αλλά με ρομαντική συναισθηματική πλοκή διάσπαρτη με τραγούδια, ορχηστρική μουσική και χορευτικές σκηνές, με διάλογο, και, συνήθως, με κωμικό ή με σατιρικό χαρακτήρα
2. (σκωπτ.) α) όμιλος κωμικών προσώπων
β) κωμική υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. operetta, υποκορ. τού opera].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οπερέτα — η κωμικό μουσικοθεατρικό έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λέχαρ, Φραντς — (Franz Lehàr, Καμάρομ 1870 – Μπαντ Ισλ 1948). Ούγγρος μουσικοσυνθέτης. Ακολούθησε μουσικές σπουδές στη Βουδαπέστη και τις ολοκλήρωσε στην Πράγα το 1888. Ξεκίνησε ως διευθυντής στρατιωτικής μπάντας, όπως και ο πατέρας του. Υπήρξε μουσικός με… …   Dictionary of Greek

  • Στράους — (Strauss). Οικογένεια Αυστριακών μουσικών, που ασχολήθηκαν με την οπερέτα και τη χορευτική μουσική. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της είναι: 1. Γιόχαν Σ. (Βιέννη 1804 – 1849), ο γενάρχης. Αφού ακολούθησε άτακτες σπουδές, επιβλήθηκε το 1819 ως… …   Dictionary of Greek

  • οπερετικός — ή, ό [οπερέτα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οπερέτα 2. (σκωπτ.) κωμικός, ελαφρός, φαιδρός …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Σαμάρας, Σπύρος — Έλληνας συνθέτης (Κέρκυρα 1861 ή 1862 – Αθήνα 1917). Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα πήρε στη γενέτειρα του με το συμπολίτη του συνθέτη Σπύρο Ξύνδα. Το 1871 έρχεται στην Αθήνα, όπου σπουδάζει στο νεοσύστατο τότε Ωδείο Αθηνών, ενώ παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • απάχης — Ονομασία των κακοποιών του Παρισιού, στις αρχές του 20ού αι. Οι α. πήραν το όνομα αυτό από παραφθορά της ονομασίας της αμερικανικής φυλής των Απάτσι. H λέξη σήμαινε γενικότερα τον κακοποιό των μεγαλουπόλεων. Οι α. σύχναζαν κυρίως στις συνοικίες… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”